- περικεφαλαία
- η1) шлем (древний); 2) бумажная детская шапочка (в виде шлема);
§ βλάκας με περικεφαλαία — набитый дурак, круглый, безмозглый дурак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ βλάκας με περικεφαλαία — набитый дурак, круглый, безмозглый дурак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περικεφαλαία — περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαίᾳ — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — η πολεμικό κάλυμμα της κεφαλής στους αρχαίους, σημ. κράνος, το. Φρ., «Βλάκας με περικεφαλαία», βλάκας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι ευδιάκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικεφάλαια — περικεφάλαιος round the head neut nom/voc/acc pl περικεφαλαία neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαίας — περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem gen sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… … Dictionary of Greek
περικεφαλαίαι — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαίαν — περικεφαλαίᾱν , περικεφάλαιος round the head fem acc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱν , περικεφαλαία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαιῶν — περικεφαλαία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαῖαι — περικεφαλαία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)